- αει-
- (Α ἀει-)το αρχαίο επίρρ. ἀεί, ως α' συνθετικό αρχαίων και νεώτερων επιθέτων, δηλώνει συνέχεια, διάρκεια. Στην αρχ. Ελληνική το ἀεί, ως α' συνθετικό παρουσιάζει μεγάλη παραγωγικότηταυπάρχουν περίπου 76 λέξεις με α' συνθ. ἀεί- (αἰέν-). (πρβλ. Liddell-Scott)αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ το ἀεί δεν παραδόθηκε σε κοινή χρήση, στα νεοελληνικά πλάστηκαν από αυτό λόγιες σύνθετες λέξειςπ.χ. αειαγάπητος, αείβως, αείδωτος, αεικλεής, αείκρουστος, αειμαχία, αειμειδής, αειμέριμνος, αείμολπος, αεινεφής, αειπαγής, αειπράσινος, αεισάλευτος, αείσειστος, αεισκίαστος, αεισκότεινος, αειτάραχος, αειφάγος.
Dictionary of Greek. 2013.